- μαυρέας
- μαυρέας, ὁ (Μ)αυτός που έχει μαύρη όψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -έας (πρβλ. μαζ-έας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαυρέας, Κυριάκος — (Αθήνα 1902 – 1958). Ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία στο θέατρο, αρχικά ως τενόρος (στην επιθεώρηση Παναθήναια με τον θίασο Παπαϊωάννου, το 1920) και κατόπιν άρχισε να ερμηνεύει με εξαιρετική απόδοση διάφορους κωμικούς ρόλους. Η … Dictionary of Greek
επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek